Με αφορμή την τεράστια άνοδο τα τελευταία χρόνια του οίκου μόδας Gucci και την συνεχή παρουσία του στα social media, θα κάνουμε μια όμορφη αναδρομή στην ιστορίας του οίκου και θα αναπολήσουμε μοναδικές “καλές” και “κακές” στιγμές του πολυτελούς brand.
Η απαρχή
Σήμερα η µάρκα Gucci αποτελεί συνώνυµο του στυλ στις γυναικείες τσάντες, στα υποδήµατα και στη µόδα. Αποτελεί όµως και απόδειξη της επιτυχημένης πορείας ενός ανθρώπου, του Guccio Gucci, που ξεκίνησε την καριέρα του πλένοντας πιάτα σ’ ένα ξενοδοχείο για να φθάσει να «συναλλάσσεται» µε την αριστοκρατία και να διοικεί έναν από τους πιο γνωστούς οίκους µόδας.
Ο ιδρυτής του διάσηµου πλέον οίκου µόδας, ο Guccio Gucci, γεννήθηκε το 1881 στη Φλορεντία της Ιταλίας. Μετά την πτώχευση της εταιρίας του πατέρα του, ο Guccio πήγε στο Λονδίνο, όπου κατέληξε να δουλεύει στη λάντζα του πολυτελούς ξενοδοχείου Savoy, το οποίο εκείνη την εποχή προσέλκυε την αριστοκρατία από Ευρώπη και Αµερική. Παρατηρώντας τη ζωή των πελατών, αντιλήφθηκε ότι η ανώτερη κοινωνική τάξη αναζητά τη µοναδικότητα και ξοδεύει ακατάπαυστα για να αποκτήσει αγαθά πολυτελείας, όπως δερµάτινες αποσκευές, φτιαγµένες στο χέρι από εξειδικευµένους τεχνίτες από όλη την Ευρώπη.
Το 1902 επιστρέφοντας στη Φλωρεντία από όπου και καταγόταν ο Guccio Gucci ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κατάστημα με δέρματα, μέχρι που άνοιξε το δικό του τέσσερα χρόνια μετά, απευθυνόµενο κυρίως στους πλούσιους Βρετανούς τουρίστες που κατέκλυζαν την πόλη στη δεκαετία του 1920. Τελικά το 1921 το κατάστημα έφτασε να πούλα δερμάτινα είδη όπως παπούτσια, γάντια, τσάντες αλλά και άλλα είδη αξεσουάρ, αποκτώντας φήµη που σύντοµα θα ξεπερνούσε τα σύνορα της χώρας.
Αν και ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος αποτέλεσε ισχυρό ράπισµα για την κερδοφορία της επιχείρησης, που ήδη αριθµούσε δύο καταστήµατα, ο Gucci επέστρεψε στην επιχειρηµατική δράση προσελκύοντας πια Αµερικάνους στρατιώτες, που αγόραζαν διάφορα δερµάτινα είδη για τις µητέρες και τις συζύγους τους.
Μετά τον πόλεµο και µε τη βοήθεια του µεγαλύτερου γιου του Aldo, άρχισε να δηµιουργεί το µύθο σχετικά µε τα προϊόντα της εταιρείας, που πλέον έφεραν το διακριτικό σήµα GG (τα αρχικά του ιδρυτή). Η φήµη ότι οι Gucci υπήρξαν οι αποκλειστικοί προµηθευτές σελλών και σαµαριών των πιο αριστοκρατικών οικογενειών της Φλορεντίας, ανέβασε πολύ την εκτίµηση των πελατών τους, ενώ προσέλκυσε διασηµότητες από όλο τον κόσµο, όπως η Βασίλισσα της Αγγλίας, η Ελεανόρ Ρούσβελτ, η Ελίζαµπεθ Τέιλορ και η Γκρέις Κέλι. Την ίδια εποχή (1953), ο Guccio πέρασε τον Ατλαντικό και άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στην Savoy Plaza, New York, δυστυχώς 15 ήμερες μετά τα εγκαίνια σε ηλικία 72 ετών έφυγε από τη ζωή.
Οικογενειακές δολοπλοκίες και δολοφονία
Με το θάνατο του Guccio Gucci το 1953, θα ξεκινήσει μια καινούργια εποχή για την εταιρεία, υπό τη διοίκηση του Aldo Gucci, του μεγαλύτερου από τους 4 γιους
του. Ο Aldo παρά το ταλέντο του και την τεράστια επέκταση που επέφερε στον οίκο, δεν μπόρεσε να καταφέρει να αποφύγει το σκάνδαλο που είχε σχέση με φορολογική απάτη 7 εκατομμυρίων ευρώ και να πάει φυλακή.
Επίσης, ο θάνατος του ιδρυτή δηµιούργησε τριγµούς στις σχέσεις των απογόνων, οι οποίοι ενεπλάκησαν σε απίστευτες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, που «σηµαδεύτηκαν» ακόµη και µε φόνο. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός µέλους της οικογένειας που κατήγγειλε στην αστυνοµία ότι σε µια συνεδρίαση του οικογενειακού διοικητικού συµβουλίου του Οίκου έπεσε θύµα άγριου ξυλοδαρµού από τους υπολοίπους. Ο ανιψιός της οικογένειας του Aldo, Maurizio, κατάφερε να διώξει τον θείο του και να πάρει την ηγεσία της εταιρείας ενώ κάποια χρόνια αργότερα (1995) η δολοφονία του από πληρωμένους δολοφόνους που διέταξε η γυναίκα του Patrizia Reggiani, αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές ιστορίες στον κόσμο της μόδας.
Τα μεγαλύτερη σχεδιαστικά Ονόματα
Πριν το θάνατό του όμως, ο Maurizio προσέλαβε την Dawn Mello σαν Executive Vice President και Creative Director η όποια ήταν και εκείνη που έφερε στον οίκο
τον σχεδιαστή που θα τον απογείωνε, τον Tom Ford. Παρά το γεγονός πως η δεκαετία του 1980 ήταν μια περίοδος παρακμής για τον οίκο. Στη δεκαετία του 1990 ο Tom Ford με τόλμη υλοποιεί το όραμα του μέχρι τη λήξη του συμβολαίου του το 2004, δίνοντας μια αίγλη που κατέκτησε τον χώρο της showbiz και ενίσχυσε την εμπορική ταυτότητα του brand στο χώρο της μόδας. Ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό των προϊόντων, το merchandising, τη διαφήμιση και το γενικό σχεδιασμό των καταστημάτων. Δημιούργησε νέα standards στην μόδα, προώθησε το lifestyle marketing και έκανε τον Ιταλικό οίκο μια glamorous παγκόσμια αυτοκρατορία.
Το 2005, εισέρχεται στην Gucci η σχεδιάστρια μόδας Frida Giannini σεβόμενη την πορεία και τις αξίες της Gucci, έδωσε «ζωή» σε ιστορικά μοτίβα του οίκου και κατάφερε με επιτυχία να τα μεταφέρει στο σήμερα με μια δόση ρομαντισμού, σοφιστικέ και μοντέρνα αισθητική, στοιχεία που αναδείχθηκαν στις συλλογές ρούχων
που σχεδίασε.
Και τον Ιανουάριο του 2015, ο CEO της Gucci Marco Bizzarri όρισε τον Alessandro Michele ως σχεδιαστή μόδας του οίκου, ο οποίος κατάφερε μέσα σε λίγο καιρό να κάνει τον κόσμο της μόδας να παθιάζεται με τις συλλογές ρούχων του. Γνωστός για την εκκεντρική αισθητική του, συνδυάζει το παρελθόν με το παρόν, την Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική με το Pank Rock και την ιστορική Ιαπωνική αισθητική με την τελευταία εξέλιξη της τεχνολογίας. Δημιουργεί συλλογές ρούχων που εκφράζουν
ρομαντισμό, κομψότητα και μια ονειρική ατμόσφαιρα, κάνοντας τους πελάτες του οίκου και όχι μόνο να αναζητούν να αποκτήσουν στην γκαρνταρόμπα τους, ένα από τα υπέροχα κομμάτια της συλλογής. Εδώ υπάρχει μόνο φυσική ομορφιά. Τα μαλλιά είναι ατημέλητα. Οι άνδρες μοιάζουν με γυναίκες και οι γυναίκες με άνδρες. Και κανείς τους δεν ταυτίζεται ούτε με το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Κάθε φόρεμα, κάθε πουκάμισο ή παλτό, μπουφάν ή φούστα, παπούτσι ή τσάντα διατηρεί κάτι από το παρελθόν και ταυτόχρονα το αρνείται.
Τέλος, η ιστορία του διάσημου οίκου μπορεί να είχε διάφορες διακυμάνσεις αλλά εξακολουθεί να ξεχωρίζει, ενώ πάρα τα προβλήματα και τα διάφορα εσωτερικά θέματα που έχει αντιμετωπίσει σε όλα τα χρόνια της ιστορίας του οι καταναλωτές του δεν επηρεάστηκαν πότε.
Επιμέλεια: Γκανιάτσα Δέσποινα