Η IT bag του Dior επιστρέφει από τα ’90s!

Ο λόγος για την εμπνευσμένη από τον χώρο της ιππασίας τσάντα Saddle του οίκου Dior. Μία σειρά που άφησε εποχή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η Saddle bag είναι ένα από εκείνα τα εμβληματικά κομμάτια που καταφέρνει πάντα να παραμένει σύγχρονο.

Όπως σας έχω ξαναγράψει αγαπημένες μου φίλες, η μόδα είναι ανακυκλώσιμη και δεν πρέπει ποτέ να πετάμε ρούχα και αξεσουάρ που άφησαν ιστορία. Για αυτή την ιστορία θα σας γράψω σήμερα και ακούει στο όνομα Saddle bag.

Η Saddle bag είναι η συγκλονιστική τσάντα που άφησε ιστορία στα 90’ς δια χειρός John Galliano για τον οίκο Dior! Τον Οκτώβριο του 1999 στο fashion show της συλλογής Άνοιξη/Καλοκαίρι 2000 του οίκου Dior εμφανίζεται για πρώτη φορά η πολυπόθητη “Saddle Bag”. Όπως διαπιστώθηκε στην πορεία πηγή έμπνευσης για τον σχεδιαστή αποτέλεσε το έργο του διάσημου φωτογράφου Helmut Newton ”Saddle I” όπου παρουσιάζει ένα μοντέλο έχοντας στην πλάτη του μια σέλα αλόγου.

Διάσημες κυρίες του Hollywood όπως η Beyoncé,η J-Lo, η Sienna Miller, η Elle Macpherson σπεύδουν να την αγοράσουν. O John Galliano εμπνέεται πριν 18 χρόνια από το σχήμα που έχει η σέλα των αλόγων και δημιουργεί μια πολύπλευρη και ελκυστική στα μάτια των γυναικών τσάντα, που έχει αφήσει ιστορία στον χώρο της μόδας, αφού διαθέτει αυτό το χαρακτηριστικό σχήμα που την κάνει να ξεχωρίζει. Η συγκεκριμένη τσάντα αύξησε τις πωλήσεις του Οίκου κατά 60%. Για αυτό το λόγο ο Galliano και τα επόμενα 6 χρόνια επανεκδίδει τη Saddle Bag σε διαφορετικά χρώματα και στυλ εμπνευσμένος από διαφορετικά έθνη. Το 2007 χάνεται πια το ενδιαφέρον των αγοραστών και η Saddle bag μένει στην ιστορία μέχρι φέτος όπου η Marai Grazia Chiuri την επαναφέρει και προκαλεί ενθουσιασμό στις fashionistas. Ο παροξυσμός μοιάζει λογικός καθώς όλες θυμόμαστε τη Sarah Jessica Parker στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Carrie Bradshaw να την κρατάει στην γνωστή σε όλους μας σειρά Sex and the city.

Το παρελθόν επανέρχεται στο παρόν και Marai Grazia Chiuri διατηρεί τον αρχικό σχεδιασμός κάνοντας μόνο μικρές διαφοροποιήσεις στο λουρί της, το οποίο πλέον γίνεται πιο μακρύ ώστε να διευκολύνει περισσότερο τις καθημερινές μας εμφανίσεις. Την συναντάμε σε πολλές εκδοχές. Μονόχρωμες σε άσπρο, μαύρο ή κόκκινο δέρμα, με τα αρχικά του οίκου τυπωμένα σε μοτίβο, με ευφάνταστα διακοσμητικά και patchwork λουλούδια. Αναπόσπαστο κομμάτι αποτελεί το μονόγραμμα του οίκου “D” σε χρυσό ή ασημί τόνο το οποίο κρέμεται διακριτικά από ένα λουράκι στο μπροστινό μέρος. Η ανεκτίμητη αξία μιας Saddle bag φαίνεται από τα λόγια της creative director του οίκου. Η ίδια η Marai Grazia Chiuri σε συνέντευξη της στο περιοδικό “Vogue” αναφέρει χαρακτηριστικά “Η Saddle Bag είναι ένα από τα σύμβολα της σύγχρονης ιστορίας του Οίκου” και “Η τσάντα Saddle είναι ένα συναισθηματικό αντικείμενο που γίνεται σύμβολο της ατομικότητας, ικανό να εκφράζει άμεσα την προσωπικότητας εκείνων που την επιλέγουν”.

Επιμέλεια: Γκανιάτσα Δέσποινα

Εμβληματικά Πανωφόρια με Ιστορία Χρόνων

Έχετε σκεφτεί ποτέ την ιστορία πίσω από τα πιο χαρακτηριστικά πανωφόρια της γκαρνταρόμπας μας? Μάλλον όχι, όμως επειδή εγώ θέλω να σας κρατάω ενήμερους το σημερινό αφιέρωμα αφορά πανωφόρια που έγραψαν τη δική τους ιστορία μόδας, κατάφεραν ν’ αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πολλών γυναικών και ανδρών, να μπουν στη wish list κάθε fashionista και να διεκδικήσουν μια θέση στα διαχρονικά κομμάτια που αγαπάμε να φοράμε.

Η καμπαρντίνα

Η καμπαρτίνα «γεννήθηκε» στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα στη μάχη του Somme, με την Burberry να χρησιμοποιεί το πρώτο αδιάβροχο πατενταρισμένο ύφασμά της για να δημιουργήσει πανωφόρια για τις εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανών στρατιωτών που βρίσκονταν αντιμέτωποι με τη λάσπη και τη βροχή της βορείου Γαλλίας. Η δημοφιλία του συγκεκριμένου κομματιού στο πεδίο της μάχης υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε, μετά τη λήξη του πολέμου, κυκλοφόρησε και σε «πολιτική» έκδοση, γνωρίζοντας τρομακτική εμπορική επιτυχία πρώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατόπιν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μετά τον Πόλεμο, η καμπαρντίνα του Burberry, αμετάβλητη σχεδόν, ντύνει σταρ και χαρτογιακάδες, άνδρες και γυναίκες, πλούσιους και μεσαίους, γίνεται εμβληματικό ρούχο του 20ού αιώνα.

Tweed σακάκι

Ας πάμε όμως πίσω στο 1954, όταν η Coco Chanel σχεδίασε το πρώτο γυναικείο σακάκι. Η ιστορία έχει ως εξής: Η χαρισματική σχεδιάστρια δανείστηκε ένα σακάκι του συντρόφου της Δούκα του Westminster και τότε εμπνεύστηκε το στυλ του ανδρικού σακακιού σε μια πιο γυναικεία γραμμή. Το επόμενο βήμα αποτέλεσε η χρήση του υφάσματος tweed. Aν και το tweed σαν ύφασμα έκανε πρώτα την εμφάνιση τον 19ο αιώνα στην Σκωτία, στο μυαλό μας είναι άρρηκτα δεμένο με την φινέτσα και πιο συγκεκριμένα με την αγαπημένη μας Coco Chanel η οποία «δανείστηκε» την tweed υφή απογειώνοντας την έμπνευσή της.

Τα ωραιότερα ταγέρ και σακάκια που έχουν μείνει στην ιστορία της μόδας ήταν τα tweed σακάκια που η ιέρεια της μόδας έκανε τις γυναίκες της εποχής αλλά και όλες εμάς μετέπειτα να τα φοράμε και σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου να δείχνουν πάντα διαχρονικά και παράλληλα κλασσικά!

Montgomery

Το μοντγκόμερι, έχει μια ιστορία που ξεπερνάει τα 100 χρόνια. Αρχικά το παλτό δημιούργησε η βρετανική εταιρεία Gloverall, για τους αξιωματικούς του βρετανικού ναυτικού. Τα πρώτα μοντγκόμερι ήταν σε καμηλό απόχρωση και χρησίμευαν στο να κρατάνε ζεστούς τους ναυτικούς του βασιλικού ναυτικού, κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το όνομα ωστόσο ανήκει σ’ έναν θρυλικό Βρετανό στρατάρχη. Ο Bernard Montogomery συνέδεσε το όνομά του με τη διάλυση των Ναζί κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, κατάφερε να γράψει ιστορία και στη μόδα χάρη στο θρυλικό παλτό του το οποίο επέμενε να φορά, ακόμα και στις «επίσημες» φωτογραφίσεις.

Μετά τον πόλεμο, η αγγλική εταιρεία Gloverall συγκέντρωσε όλα τα αποθέματα του στρατού και τα προώθησε στην αγορά, τα οποία ξε-πούλησε κι αναγκάστηκε να επανακυκλοφορήσει το χαρακτηριστικό πλέον σχέδιο, το οποίο φορέθηκε παντού, τρύπωσε στη γυναικεία γκαρνταρόμπα και αποτελεί έως και σήμερα ένα must have πανωφόρι!

Leather jacket

Άλλο ένα fashion λάφυρο απ’ το… μέτωπο. Το δερμάτινο jacket άρχισε την καριέρα του κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (το γνωστό δερμάτινο bomber που φορούσαν οι πιλότοι των αγωνιστικών αεροπλάνων). Όμως η ιστορία του επαναδιατυπώνεται στο Μανχάτταν, όταν δύο αδέλφια ρωσικής καταγωγής άνοιξαν ένα εργοστάσιο δερμάτινων ειδών υπό την επωνυμία Schott Bros. Έτσι γεννήθηκε το θρυλικό κοντό μαύρο δερμάτινο jacket με τα ασύμμετρα διαγώνια φερμουάρ και τη ζώνη στο τελείωμά του, που αποτέλεσε συστατικό κομμάτι της κουλτούρας των «μηχανόβιων» της δεκαετίας του ’20, λόγω κυρίως της προστασίας που παρείχε από τον αέρα και τις πτώσεις.

Τη δημοφιλία του, όμως, και τη διαχρονικότητά του τις οφείλει σε έναν ογκόλιθο της 7ης τέχνης, τον ατίθασο και άγριο Μάρλον Μπράντο,ο οποίος το φορούσε στην ταινία σταθμό του 1953 με τίτλο: The wild one…

Η συνέχεια ήταν εκρηκτική: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 το φορούσαν οι rockers για να διακρίνονται από το κίνημα των mods. Ενώ την δεκαετία του ’70 το ενσωμάτωσαν στην κουλτούρα τους οι punk rockers, με προεξάρχοντες τους Ramones.

Κιμόνο

Το κιμονό – το οποίο μεταφράζεται επακριβώς ως “αυτό που φοριέται”- είναι ένα παραδοσιακό ένδυμα της Ιαπωνίας που ορίζεται από τις ευθείες ραφές του, το σχήμα “Τ” και τις έντονες διακοσμητικές του λεπτομέρειες.

Πριν γίνουν γνωστά ως «κιμονό», αυτές οι ιαπωνικές στολές είχαν αρχικά την ονομασία «kosode», δηλαδή «μικρά μανίκια» και «osode», δηλαδή «μεγάλα μανίκια». Αυτές οι διακρίσεις δεν αναφέρονταν στα μανίκια τους αλλά στο μέγεθος της μασχάλης. Στην πορεία το kosode υπερίσχυσε του του osode ως το κύριο ένδυμα που φοριόταν από τους πλούσιους και ισχυρούς ενώ, αρκετά σύντομα, έγινε το βασικό κομμάτι ρουχισμού για όλες τις τάξεις, και για τα δύο φύλα, στην ιαπωνική κοινωνία.

Κάποια κομμάτια, λένε, ήταν έργα τέχνης και μπορεί να κόστιζαν όσο ένα σπίτι. Μάλιστα, οι οικογένειες συχνά τα άφηναν ως παρακαταθήκη στους απογόνους τους. Όλα αυτά έως το 1900 περίπου, όταν ο αυτοκράτορας Μεϊτζί αποφάσισε πως ήταν πλέον passé και ενθάρρυνε το πλήθος ν’ ακολουθήσει έναν πιο δυτικό τρόπο ντυσίματος. Πού να φανταζόταν ότι αργότερα οι Δυτικοί, θ’ αγαπούσαν τόσο αυτό το πολύχρωμο exotic πανωφόρι που θα το έκαναν μέρος της δικής τους καθημερινότητας!

Ωστόσο, καθώς όλο και περισσότεροι Ιάπωνες επέλεγαν «δυτικά» ρούχα, οι πολιτισμοί της Δύσης καθηλώθηκαν από τις παραδοσιακές πτυχές της ιαπωνικής τέχνης, του πολιτισμού και του στυλ -συμπεριλαμβανομένου και του κιμονό. Χάρη σε αυτή την εμμονή -η οποία ονομάστηκε Ιαπωνισμός (Japonisme) και προσέλκυσε καλλιτέχνες όπως ο Van Gogh, ο Monet και ο Renoir- η λατρεία για το κιμονό εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και,
ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχασε ποτέ την ισχύ της.

Επιμέλεια: Γκανιάτσα Δέσποινα