
Ο Cristóbal Balenciaga γεννήθηκε σε μια παραλιακή πόλη των Βάσκων, την Γεταρία στις 21 Ιανουαρίου του 1895. Την μεγάλη του αγάπη αλλά και το έναυσμα για τον σχεδιασμό ρούχων τα κληρονόμησε από τη μητέρα του η οποία ήταν μοδίστρα, και έτσι, σε μόλις ηλικία των 12 ξεκίνησε να δουλεύει ο ίδιος σαν ράφτης. Μόλις σε ηλικία 22 χρόνων άνοιξε τον πρώτο του οίκο στο San Sebastian, ενώ ακολούθησαν οίκοι στην Μαδρίτη και την Βαρκελώνη. Ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας τον υποχρέωσε να μετακομίσει μόνιμα στο Παρίσι, κι από εκεί ξεκίνησε ο δρόμος του προς τη δόξα. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με ονόματα όπως η Κοκό Σανέλ και η Έλσα Σιαπαρέλι.

Σιγά-σιγά άρχισε να ελκύει την προσοχή της ελίτ της μόδας της εποχής: της μοναρχίας και του σινεμά. Η πελατεία του απαρτιζόταν από μεγάλα ονόματα του Ευρωπαϊκού και Αμερικανικού κινηματογράφου. Οι Marlene Dietrich, Greta Garbo, Grace Kelly, Audrey Hepburn και Jackie Kennedy ήταν μόνο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες που τον εμπιστεύονταν και την υψηλή ραπτική του, ενώ η βασίλισσα του Βελγίου Fabiola, μαγεύτηκε εξ’ αρχής από τα σχέδιά του.

Η εκτενέστατες γνώσεις του για το σχέδιο και τα υφάσματα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο ίδιος έμπαινε στη διαδικασία του ραψίματος και δημιουργίας του ρούχου, έδιναν στον σχεδιαστή τη δυνατότητα να μεταφέρει τις εμπνεύσεις του από το χαρτί στην πραγματική ζωή με μεγάλη ακρίβεια και επιτυχία. Μέσα από το έργο του κατάφερε να επαναπροσδιορίσει τη γυναικεία σιλουέτα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μετατόπισε το ενδιαφέρον από τις λεπτές γραμμές και τα μοντέρνα look που πρότεινε ο γαλλικός οίκος Dior σε εμφανίσεις με όγκο, φαρδιές και πλούσιες.

Οι καινοτομίες του πολλές. Η τόλμη του αξεπέραστη. Ένας καλλιτέχνης που δεν εφησυχοζόταν, εφεύρισκε καινούργιες φόρμες και προκαλούσε με τα πρωτοποριακά υλικά, τους απρόσμενους συνδυασμούς χρωμάτων και τα «γλυπτικά» σχέδια του. Παλτό με εφέ κουκουλιού, ευμεγέθη κουμπιά, baby doll, sack φορέματα, αλλά και αμπίρ τουαλέτες αποτελούν ορισμένα από τα εφόδια που προσέφερε ο σχεδιαστής στη γυναίκα του οίκου προκειμένου να κατακτήσει την ενδυματολογική αρένα.

Ο Balenciaga έκλεισε τον οίκο του το 1968, απογοητευμένος από τον δρόμο που είχε πάρει η μόδα. Σε ηλικία 74 ετών, κλείνει όλες τις μπουτίκ του σε Παρίσι, Βαρκελώνη και Μαδρίτη και αποσύρεται στην Ισπανία. Τέσσερα χρόνια μετά, στις 23 Μαρτίου του 1972, πεθαίνει στην Xabia της Ισπανίας. Την ημέρα του θανάτου του, το περιοδικό «Women’s Wear Daily» κυκλοφορεί με τον τίτλο «The King is Dead» και κανένας δεν αναρωτιέται σε ποιον αναφέρεται.

Το τεράστιο ταλέντο του επιβεβαίωσαν: Ο Christian Dior που τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον δάσκαλο όλων μας», ενώ η Coco Chanel ως τον «μόνο πραγματικό σχεδιαστή υψηλής ραπτικής, με όλη τη σημασία του όρου». Ακόμα και σήμερα παραμένει μια απο τις πιο εμβληματικές μορφές του χώρου της μόδας ενώ ο Οίκος Balenciaga συνεχίζει να λειτουργεί αφού εξαργοράστηκε και άνοιξε υπό νέα διεύθυνση.

Επιμέλεια: Γκανιάτσα Δέσποινα